ἐπιεικῆ

ἐπιεικῆ
ἐπιεικής
fitting
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ἐπιεικής
fitting
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ἐπιεικής
fitting
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • 'πιεικῆ — ἐπιεικῆ , ἐπιεικής fitting neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐπιεικῆ , ἐπιεικής fitting masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐπιεικῆ , ἐπιεικής fitting masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀπιεικῆ — ἐπιεικῆ , ἐπιεικής fitting neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐπιεικῆ , ἐπιεικής fitting masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐπιεικῆ , ἐπιεικής fitting masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαμβλύνω — (AM ἐξαμβλύνω) [αμβλύνω] καθιστώ κάτι αμβλύ, τού λειαίνω τις άκρες νεοελλ. ελαττώνω την ένταση, μετριάζω ||αρχ. (για δικαστές) καθιστώ κάποιον εξαιρετικά επιεική …   Dictionary of Greek

  • σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… …   Dictionary of Greek

  • ψευδεπιεικής — ές, Α αυτός που προσποιείται τον επιεική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ἐπιεικής] …   Dictionary of Greek

  • Σούμαν — (Schumann). Επώνυμο δύο Γερμανών συνθετών. 1. Ρόμπερτ Αλεξάντερ. (Τσβίκαου 1810 Έντενιχ 1856). Σε ηλικία έξι ετών άρχισε να παίρνει μαθήματα μουσικής και γρήγορα έδειξε τόσο βαθιά και πλήρη κλίση προς τη μουσική, ώστε να μπορεί να λεχθεί πως για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”